- αράχνη
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη δουλειά της. Αυτό την έκανε να καυχηθεί πως ξεπερνούσε στην υφαντική και την ίδια τη θεά Αθηνά και, όταν εκείνη την προκάλεσε να διαγωνιστεί μαζί της, δεν δίστασε να δεχτεί. H Α. άρχισε τότε να στολίζει τον ιστό της με σκηνές από τις ερωτικές περιπέτειες των θεών του Ολύμπου, ενώ αντίθετα η Αθηνά απεικόνιζε τα μεγαλουργήματα των αθανάτων. Οργισμένη η θεά με τη νέα αυθάδεια χτύπησε την Α. και της έσκισε τον ιστό. Εκείνη τότε θέλησε να κρεμαστεί, όμως η θεά την καταράστηκε να μείνει ζωντανή και να υφαίνει πάντα κρεμασμένη, μεταμορφώνοντάς την στο ομώνυμο αρθρόποδο.II(Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 11,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και τη Γη, θα είχε φαινόμενο μέγεθος 8,7. Ο αστεροειδής αυτός περιφέρεται σε 1.553,5 ημέρες γύρω από τον Ήλιο.* * *η (AM ἀράχνη, Α και ἀράχνη και ἄραχνος, ο)Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών*, γνωστό σήμερα και ως σφαλάγγι, σφάλαγγας, ανυφαντής, ρωγαλίδα2. ο ιστός της αράχνης, αραχνιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < *arak -sn -a (πρβλ. λατ. arā -nea). Η λέξη δεν είναι πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή αλλά αναπόδεικτη είναι η σχέση της με τον τ. άρκυς «δίχτυ».ΠΑΡ. αράχνειος, αράχνιον, αραχνώδηςμσν.αραχναίοςνεοελλ.αραχνιάζω, αραχνιδιασμός, αραχνίδωση.ΣΥΝΘ. αραχνοειδής, αραχνοϋφήςνεοελλ.αραχνοΰφαντος].
Dictionary of Greek. 2013.